- εξοδικός
- -ή, -ό (AM ἐξοδικός, -ή, -όν) [έξοδος]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην έξοδο («εξοδικός σωλήνας»)αρχ.1. διεξοδικός2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐξοδικά ή τὰ ἐξόδιακωμικές παραστάσεις που παρωδούσαν σκηνές τού δράματος.
Dictionary of Greek. 2013.